προβιβρώσκω

προβιβρώσκω
προβιβρώσκω,
A eat first,

ἢν -βεβρώκῃ ὥνθρωπος Aret.SA2.2

:— [voice] Pass.,

προβρωθέντα φύλλα Dsc.3.45

, cf. 1.125.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβιβρώσκω — Α καταβροχθίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βιβρώσκω «τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”